-
1 καταστασιαζω
1) подавлять или свергать путем восстания(τὸν βασιλέα Diod.; τέν βουλήν Plut.)
2) устранять или лишать путем заговора(Κικέρωνα μετὰ Κλωδίου Plut.)
; pass. быть жертвой восстания или заговораὑπὸ τῶν Λυσάνδρου φίλων καταστασιαζόμενος Xen. — (Калликратид заметил), что друзья Лисандра восстановлены против него
См. также в других словарях:
Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… … Dictionary of Greek
Μίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μ. ο Κροτωνιάτης (6ος αι. π.Χ.). Περίφημος αρχαίος Έλληνας αθλητής, ο οποίος μεταξύ 540 και 516 π.Χ. νίκησε πολλές φορές στο άθλημα της πάλης στους Ολυμπιακούς (6 φορές), στους Πυθικούς (6 φορές), στους Ισθμιακούς (10 … Dictionary of Greek